Μεξικανός

Μεξικανός
και Μεξικάνος, ο, θηλ. Μεξικανή και Μεξικάνα [Μεξικό]
ο κάτοικος τού Μεξικού ή αυτός που κατάγεται από το Μεξικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μεξικανός, ο — Μεξικανός, ο,  θηλ. ή και Μεξικάνος, ο θηλ. α ο κάτοικος του Μεξικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τλάλοκ — Μεξικανός προαζτεκικός θεός, που αντιστοιχεί με τον θεό Τσακ των Μάγια. Τόσο ο Τ. όσο και ο Τσακ θεωρούνταν ως ένας και ως τέσσερις (σε σχέση με τα 4 σημεία του ορίζοντα). Ο Τ. ήταν βασικά θεός της βροχής, που έμελλε να διοικήσει τον τρίτο από… …   Dictionary of Greek

  • Ζαπάτα, Εμιλιάνο — (Emiliano Zapata, 1883 – Πόλη του Μεξικού 1919). Μεξικανός επαναστάτης. Ως αρχηγός ανταρτικών ινδιάνικων σωμάτων, έγινε θρυλικός ήρωας για τα καταπληκτικά κατορθώματά του στον ανταρτοπόλεμο, όπου αποδείχτηκε τρομερός για τους εχθρούς του και… …   Dictionary of Greek

  • Κουίν, Άντονι — (Anthony Quinn, Μεξικό 1915 – 2001). Μεξικανός ηθοποιός. Αρρενωπός, με εντυπωσιακό παράστημα, βαριά φωνή και πληθωρική ερμηνεία, συνδέθηκε γρήγορα με ανάλογους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ερμήνευσε σκληρούς, τραχείς και εκρηκτικούς… …   Dictionary of Greek

  • Ορόθκο, Χοσέ Κλεμέντε — (Jose Clemente Orozco, Θαπατλάν 1883 – Πόλη του Μεξικού 1949). Μεξικανός ζωγράφος. Μαζί με τον Ντιέγκο Ριβέρα και τον Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος, είναι ο πιο φημισμένος εκπρόσωπος της σύγχρονης ρεαλιστικής μεξικανικής ζωγραφικής. Τα πρώτα βήματα του …   Dictionary of Greek

  • Φουέντες, Κάρλος — (Fuentes, Πόλη του Μεξικού 1928 –) Μεξικανός συγγραφέας. Είναι ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους συγγραφείς των λατινοαμερικανικών χωρών, εξαιτίας της νεωτεριστικής του τεχνικής και της γλωσσικής του αρτιότητας. Ξεκίνησε ως συγγραφέας το… …   Dictionary of Greek

  • μεξικανικός — ή, ό και μεξικάνικος, η, ο [Μεξικανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Μεξικό ή στους Μεξικανούς ή αυτός που προέρχεται από το Μεξικό …   Dictionary of Greek

  • Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …   Dictionary of Greek

  • Αλβάρεζ, Χουάν — (Juan Alvarez, 1790 – 1867). Μεξικάνος στρατηγός και πολιτικός. Αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της χώρας του από τους Ισπανούς και πήρε μέρος το 1847 στον πόλεμο εναντίον της Αμερικής. Ήταν αντίπαλος του δικτάτορα Σάντα Άνα, εναντίον του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Βίλα, Πάντσο Φραντσίσκο — (Francisco «Pancho» Villa,Γκράντε ή Σαν Χουάν Ντελ Ρίο, Μεξικό 1877 – Παράλ 1923). Ψευδώνυμο του Μεξικανού πολιτικού και επαναστάτη Δορόθεο Αράνγκο (η ορθότερη προφορά του ονόματός του είναι Βίγια). Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”